- αποσπασμένος
- η , ο[ν] временно переведённый (по службе)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απεσπασμένος — κ. αποσπασμένος, η, ο βλ. αποσπώ … Dictionary of Greek
ημίσπαστος — η, ο 1. ο κατά το ήμισυ αποσπασμένος, μισοξεκολλημένος 2. (κατ επέκτ.) μισοκατεστραμμένος … Dictionary of Greek
ιντερνούντσιος — Παπικός εκπρόσωπος, ο οποίος, σύμφωνα με απόφαση του 1815, έχει διπλωματικό βαθμό δεύτερης τάξης. Γενικά, ο ι. είναι αποσπασμένος στις αποστολές του Βατικανού στο εξωτερικό, όπου εκτελεί προσωρινά καθήκοντα νούντσιου, δηλαδή πρεσβευτή. * * * ο… … Dictionary of Greek
κουραμπιές — ο 1. γλύκισμα που παρασκευάζεται συνήθως τα Χριστούγεννα, αποτελείται από αλεύρι, βούτυρο ή και αμύγδαλο και είναι πασπαλισμένο με άχνη ζάχαρης 2. στρατιώτης που δεν μετέχει σε επιχειρήσεις, αλλά είναι αποσπασμένος σε γραφείο, απόλεμος 3. νωθρός … Dictionary of Greek
ξεκομμένος — η, ο [ξεκόβω] 1. αποχωρισμένος, αποσπασμένος 2. απομονωμένος, μεμονωμένος. επίρρ... ξεκομμένα 1. σύντομα και απερίφραστα («τού τό πα ξεκομμένα») 2. αμετάκλητα … Dictionary of Greek
ορδινάτσα — και ορντινάτσα και ορντινάντσα, η στρατιώτης αποσπασμένος στην προσωπική υπηρεσία αξιωματικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ordinanza] … Dictionary of Greek
σχολαστικισμός — Οι πρώτες απόπειρες πραγματικής φιλοσοφικοθρησκευτικής έρευνας στη Δύση, μετά την πτώση του αρχαίου πολιτισμού, έγιναν μόλις κατά τον 9o αι., μέσα στα πλαίσια της καρολίγγειας αναγέννησης. Ο σημαντικότερος πνευματικός καρπός της περιόδου αυτής… … Dictionary of Greek
Λάιτχιλ, Μάικλ Τζέιμς — (Michael James Lighthill, Παρίσι 1924 – Σαρκ, Νησιά Τσάνελ 1998). Άγγλος μαθηματικός και ερευνητής. Αποφοίτησε από τη μαθηματική σχολή του Trinity College, στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ (1943). Το 1946 ξεκίνησε να διδάσκει στο πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek
Λε Βιτ, Σολ — (Sol Le Witt, Χάρτφορντ, Κονέκτικατ 1928 –). Αμερικανός ζωγράφος και σχεδιαστής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Σίρακιους της Νέας Υόρκης την περίοδο 1945 49. Υπηρετώντας τη θητεία του στον αμερικανικό στρατό κατά τα έτη 1949 51, αποσπασμένος στην… … Dictionary of Greek
Ραντέ, Zορζ — (Radet, 1859 – 1940). Γάλλος ιστορικός. Έζησε στην Ελλάδα, αποσπασμένος στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας (1884 1887). Αργότερα διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Μπορντό (1889 1934) και ταυτόχρονα ίδρυσε την Επιθεώρηση Αρχαίων… … Dictionary of Greek
αποσπώμαι — αποσπώμαι, αποσπάστηκα, αποσπασμένος βλ. πίν. 72 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής